Η Οστεοπόρωση είναι μία συχνή πάθηση των μετεμμηνοπαυσιακών κυρίως γυναικών, η οποία γίνεται συχνότερη καθώς αυξάνεται η ηλικία. Με ποσοστό που ξεπερνά το 30% σε ηλικίες άνω των 70 ετών αποτελεί μία συχνή αιτία ταλαιπωρίας των ατόμων στην 3η ηλικία.

Αποτελεί από τα σημαντικότερα αίτια αναπηρίας στους ηλικιωμένους ασθενείς, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε κατάγματα, που συχνά καθηλώνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα τους ασθενείς. Τα οστεοπορωτικά κατάγματα, ιδιαίτερα αυτά του ισχίου, είναι σημαντική αιτία θνητότητας και νοσηρότητας, αλλά κυρίως μόνιμης αναπηρίας των ηλικιωμένων. Ακριβώς αυτή η διαπίστωση έχει θέσει την οστεοπόρωση την τελευταία 20ετία τουλάχιστον στο επίκεντρο σημαντικής ερευνητικής δραστηριότητας της ιατρικής κοινότητας και πλέον υπάρχουν αρκετές θεραπευτικές επιλογές.

Τριασδιάστατη απεικόνιση του φυσιολογικού οστού (αριστερά) σε αντιπαράθεση με το οστεοπορωτικό (δεξιά)

 

Στην οστεοπόρωση υπάρχει μία ανισορροπία στην δυναμική κατάσταση του οστικού μεταβολισμού. Στον ανθρώπινο σκελετό τα οστά δεν έχουν σταθερή δομή. Υπάρχει μια “δυναμική” κατάσταση εναλλαγής, ανάμεσα σε οστό που δημιουργείται (αναβολική κατάσταση) και σε οστό που αποδομείται (καταβολική κατάσταση). Στην οστεοπόρωση αυτή η ισορροπία έχει διαταραχθεί και περισσότερο οστό “χάνεται” παρά δημιουργείται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα οστά να γίνονται πιο ευάλωτα σε πιέσεις και άρα περισσότερο εύθραυστα σε πτώσεις ή μικρές κακώσεις χαμηλής βίας.

Ακόμα περισσότερο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η οστεοπόρωση είναι μια ασθένεια σιωπηλή και …ύπουλη, καθώς ο ασθενής με οστεοπόρωση δεν αισθάνεται τίποτα – δεν πονάει, δεν νιώθει αδυναμία ή καταβολή – μέχρι να υποστεί ένα κάταγμα. Για το λόγο αυτό η πρόληψη πάντοτε είναι προτιμότερη της θεραπείας. Παρά το γεγονός ότι το γυναικείο φύλο προσβάλλεται από το νόσημα αυτό συχνότερα από το αντρικό, φαίνεται ότι αρκετοί άνδρες συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας επίσης εμφανίζουν το νόσημα.
Η διάγνωση γίνεται εργαστηριακά με απεικόνιση.

Η πιο διαδεδομένη μέθοδος είναι η μέτρηση της οστικής πυκνότητας με DEXA. Με αυτή γίνεται μια έμμεση εκτίμηση της οστικής μάζας (ποσότητας), αλλά δυστυχώς όχι της ποιότητας του οστού. Επιπλέον, ο γιατρός θα χρειαστεί εργαστηριακό έλεγχο για τον μεταβολισμό του ασβεστίου, προκειμένου να εντοπίσει πιθανή αιτιολογία που οδηγεί σε ελάττωση της οστικής πυκνότητας, αλλά και για να κάνει ορθότερη επιλογή και διαχείριση των θεραπευτικών μέσων.

Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται σήμερα ανήκουν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα αντικαταβολικά, που είναι η μεγαλύτερη κατηγορία και σε αυτήν ανήκουν τα πχ τα διφωσφονικά και το denosumab και τα αναβολικά, με μοναδικό εκπρόσωπο πλέον την τεριπαρατίδη. Τα πρώτα αναχαιτίζουν την απώλεια της οστικής μάζας, ενώ η τεριπαρατίδη “δημιουργεί” οστό με τρόπο ανάλογο της φυσιολογικής παραθορμόνης που παράγεται από τον ανθρώπινο οργανισμό.

Όλα τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται δεν έχουν τις ίδιες ενδείξεις για θεραπεία, δηλαδή δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε όλους τους ασθενείς. Ο μηχανισμός δράσης και οι ανεπιθύμητες ενέργειες που είναι γνωστές για κάθε κατηγορία φαρμάκου και αναμένονται συχνότερα σε συνδυασμό με τον τύπο οστεοπόρωσης που επικρατεί σε κάθε ασθενή, οδηγούν τον ιατρό να επιλέξει την κατάλληλη θεραπευτική προσέγγιση. Πρέπει να σημειωθεί ότι συχνά οι φαρμακευτικές επιλογές διαδέχονται η μία την άλλη, ώστε να επιτευχθεί το μέγιστο θεραπευτικό αποτέλεσμα.

Προς το παρόν, δυστυχώς, δεν έχει βρεθεί μόνιμη θεραπεία για το νόσημα. Ασθενείς που συχνά λαμβάνουν την κατά τα φαινόμενα ορθρότερη για την περίπτωσή τους αγωγή, μπορεί να υποστούν κάταγμα, γιατί όπως αναφέρθηκε πριν, το νόσημα έχει χαρακτήρα δυναμικό και μερικές φορές εξελισσόμενο. Άλλες φορές είναι πολυπαραγοντική η αιτιολογία και η θεραπεία δεν είναι αποτελεσματική γιατί υπεισέρχονται νέοι επιβαρυντικοί παράγοντες, όπως πχ φάρμακα για άλλες ασθένειες που μπορεί να χρειάζεται ο ασθενής, λόγου χάρη τα κορτικοστεροειδή, τα οποία μπορεί να μην μειώνουν εμφανώς (στη μέτρηση DEXA) την ποσότητα του οστού (οστική μάζα), αλλά επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα αυτής.

Σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος για οστεοπόρωση σε ασθενείς μετά την ηλικία των 50-60 ετών οφείλει να διενεργείται, ιδιαίτερα όταν υπάρχει ιστορικό κατάγματος (ατομικό ή οικογενειακό) που επήλθε σε συνθήκες χαμηλής βίας ή όταν συνυπάρχουν άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες (διαταραχές μεταβολισμού ασβεστίου, χρήση φαρμάκων που επηρεάζουν την οστική ποιότητα, ορμονολογικές διαταραχές, κα).