Η ουρική αρθρίτιδα ανήκει σε μία κατηγορία παθήσεων που ονομάζονται “κρυσταλλογενείς αρθρίτιδες”, καθώς η παθογένειά τους έγκειται στην εναπόθεση κρυστάλλων στις αρθρώσεις. Στην περίπτωση της ουρικής αρθρίτιδας, οι κρύσταλλοι αποτελούνται από ουρικό οξύ, το οποίο αυξάνεται σε υψηλές συγκεντρώσεις στον ορό του αίματος (υπερουριχαιμία) και χάνοντας την δυνατότητα διάλυσης, κρυσταλλώνεται και εναποτίθεται στους ιστούς.

Η ουρική αρθρίτιδα είναι στην πραγματικότητα ένα κλάσμα μίας ευρύτερης νοσολογικής οντότητας που καλείται ουρική νόσος. Η ουρική νόσος καλύπτει ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων παρατεταμένης υπερουριχαιμίας, με πιο συχνές την ουρολιθίαση και την αρθρίτιδα.

Στην ουρολιθίαση υπερβάλλουσα συγκέντρωση αλάτων ουρικού οξέος δεν μπορούν να παραμείνουν σε διάλυση στα ούρα και δημιουργούνται λίθοι. Ανάλογα το σημείο που δημιουργούνται (νεφρός, ουροδόχος κύστη) μπορεί να προκαλούν συμπτώματα απόφραξης, οδηγώντας σε ισχυρό διαλείποντα πόνο, γνωστότερο ως κολικό.

Πόδι ασθενούς με κρίση ουρικής αρθρίτιδας (ποδάγρα)

Στην αρθρίτιδα ο μηχανισμός δεν διαφέρει πολύ. Ποσότητα ουρικών αλάτων, που δεν μπορεί να παραμείνει διαλυτή στον ορό, κρυσταλλώνεται και εναποτίθεται σε κάποια άρθρωση. Κινητοποιούνται τότε τοπικοί μηχανισμοί φλεγμονής, με σκοπό να περιχαρακώσουν τα άλατα, αλλά αντιθέτως οδηγούν σε οξύ άλγος, αυξημένη θερμοκρασία και οίδημα (πρήξιμο) της περιοχής.

Σε μία τυπική περίπτωση, προσβάλλεται αρχικά μόνο μία άρθρωση και η βλάβη είναι τοπική. Μάλιστα, με επαρκή ενυδάτωση, μείωση της θερμοκρασίας (παγοθεραπεία) και την κινητοποίηση του άκρου, τα συμπτώματα αυτό-βελτιώνονται εντός λίγων ημερών. Όμως σε περίπτωση που η υπερουριχαιμία εμμένει, τότε οι “κρίσεις” αυτές γίνονται πιο συχνές και μεγαλύτερης διάρκειας, με αποτέλεσμα μεγάλη ταλαιπωρία του ασθενή.

Η διάγνωση κυρίως γίνεται από το ιστορικό και την κλινική εικόνα. Χαρακτηριστική είναι αυτή του φλεγμονώδους οιδήματος του μεγάλου δακτύλου του ποδιού (“ποδάγρα”). Οι ακτινογραφίες είναι διαφωτιστικές μόνο σε επαναλαμβανόμενες κρίσεις, ενώ συνοσηρότητες και τιμές βιοχημικών παραμέτρων βοηθούν κυρίως στην επιλογή του φαρμάκου και παρακολούθηση του θεραπευτικού αποτελέσματος. Σε κάποιες περιπτώσεις, για την διαφοροποίηση της διάγνωσης από άλλες παρεμφερείς, η παρακέντηση της άρθρωσης και η εξέταση του αρθρικού υγρού με μικροσκόπιο είναι σημαντική.

Η θεραπεία χωρίζεται σε δύο σκέλη: Την ανακούφιση από τα συμπτώματα και την αποφυγή των υποτροπών. Για την ύφεση των συμπτωμάτων, τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, τα κορτικοστεροειδή και η κολχικίνη είναι τα φάρμακα επιλογής. Φαρμακευτική αγωγή για την πρόληψη των υποτροπών δίνεται όταν αυτές είναι συχνές, ισχυρές ή μακράς διάρκειας. Φάρμακα που μειώνουν το ουρικό οξύ στο αίμα όπως πχ η αλλοπουρινόλη και η φεμπουξοστάτη είναι τα πιο ευρέως διαδεδομένα και χρησιμοποιούμενα. Στόχος είναι η διατήρηση της τιμής του ουρικού οξέος στον ορό σε επίπεδα χαμηλότερα από 6mg/dl. Η επιλογή των επιμέρους φαρμακευτικών σκευασμάτων λαμβάνεται κατά περίπτωση και κυρίως μελετάται από τον θεράποντα ιατρό η επίδραση των συνοσηροτήτων.