Με τον όρο περιοχικό σύνδρομο αναφέρεται μία βλάβη σε συγκεκριμένη και μεμονωμένη περιοχή του σώματος (συνήθως άκρο), η οποία εμφανίζει δυσλειτουργία λόγω υπέρχρησης ή φλεγμονής, με συνοδό έντονο πόνο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο “παγωμένος ώμος”, το σύνδρομο των στροφέων μυών του ώμου, η επικονδυλίτιδα του αγκώνα, η τροχαντηρίτιδα του ισχίου και το σύνδρομο καρπιαίου ή ταρσιαίου σωλήνα.

Σε όλες τις περιπτώσεις, η λειτουργία της προσβαλλόμενης περιοχής είναι σημαντικά επηρεασμένη και δυσανάλογα με την έκταση και συχνά την σοβαρότητα της βλάβης. Καθώς, όμως δεν αντιμετωπίζεται σωστά ή ακόμα και παραμελείται από τον ίδιο τον ασθενή, οδηγεί την περιοχή σε συνεχόμενη επιδείνωση, λόγω εκφυλισμού των δομών που συμμετέχουν ή επηρεάζονται από την αρχική βλάβη. Έτσι μπορεί μία αρχική τενοντίτιδα να επηρεάσει παρακείμενους νευρικούς σχηματισμούς που επιπλέον οδηγούν σε πόνο, έκπτωση της νευρομυικής ισχύος και τελικά σε μυική ατροφία των παρακείμενων μυϊκών δομών.

Στο σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα προσβάλλονται (άλγος και αιμωδίες) κυρίως τα 3 πρώτα δάκτυλα (αντίχειρας, δείκτης, μέσος).

Η αντιφλεγμονώδης και αναλγητική θεραπεία, σε συνδυασμό με τη διατήρηση του εύρους κίνησης, μέσω ασκήσεων ή φυσικοθεραπείας, οδηγεί σε άμεση ανακούφιση και σταδιακά σε πλήρη ύφεση των συμπτωμάτων, αν αναγνωριστεί και αντιμετωπιστεί έγκαιρα η βλάβη. Αν όμως, αυτό δεν γίνει σε εύλογο χρονικό διάστημα, μπορεί να επέλθει μη αναστρέψιμη βλάβη δομικών σχηματισμών που συμμετέχουν στην αρχική βλάβη ή γειτνιάζουν με αυτή.

Μία ιδιαίτερη περίπτωση περιοχικού συνδρόμου, είναι αυτή του Σύμπλοκου Περιοχικού Πόνου (Complex Regional Pain Syndrome). Σε αυτή, η βλάβη είναι πιο περίπλοκη και συμμετέχει ενεργά και το αυτόνομο νευρικό σύστημα, αγγειακοί σχηματισμοί, καθώς και μεταβολικοί παράγοντες στην περιοχή.

Συνήθως συμβαίνει σε άτομα που πάσχουν από κάποιο σοβαρό μεταβολικό νόσημα, όπως πχ ο σακχαρώδης διαβήτης, νοσήματα των ενδοκρινών αδένων, κα. Επιβαρυντικός παράγοντας είναι επίσης και κάποιος παρακείμενος τραυματισμός ή και η ακινητοποίηση ενός άκρου, μετά από βλάβη του κεντρικού ή περιφερικού νευρικού συστήματος (όπως πχ “παράλυση/πάρεση” ενός άκρου μετά από αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο).

Συχνά αυτός ο τύπος βλάβης αναφέρεται και ως (Νευρο-) Αλγοδυστροφία. Τα συμπτώματα σε αυτό το σύνδρομο είναι πιο “βασανιστικά” για τον ασθενή, ενώ τείνουν να χρονίζουν, ακόμα και αν αναγνωριστούν σε σύντομο χρονικό διάστημα από ασθενή και ιατρό. Υπάρχει διαταραχή της κινητικότητας, διαταραχή στη ρύθμιση της τοπικής θερμοκρασίας και του χρώματος της περιοχής, λόγω ασυνάρτητης λειτουργίας του τοπικού αγγειακού δικτύου (αγγειοδιαστολή/συστολή). Επιπλέον, υπάρχει άλγος (πόνος που οφείλεται σε αδιάλειπτο ερεθισμό των τοπικών νευρικών αισθητηρίων και αδυναμία του περιφερικού νευρικού συστήματος να διακόψει την ροή της νευρικής ώσης προς το κεντρικό νευρικό σύστημα). Συνυπάρχει ακόμα και τοπική οστεοπόρωση, εντοπισμένη στα οστά της περιοχής, τα οποία γίνονται έτσι πιο ευάλωτα σε τραυματισμούς και κατάγματα από καταπόνηση.

Η θεραπεία σε αυτές τις περιπτώσεις είναι σύνθετη και πολυπαραγοντική και περιλαμβάνει φάρμακα για τον πόνο και τη διακοπή της αδιάλειπτης νευρικής ροής, αναλγητικά, βελτιωτικά της κυκλοφορίας και αντιοστεοπορωτικά, χωρίς να μπορούν να αποκλειστούν άλλες επιλογές. Ακόμα και τότε, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα ο ασθενής δεν ανακουφίζεται πλήρως και η θεραπεία οδηγείται σε πιο παρεμβατικές μεθόδους (νευρικός αποκλεισμός, χειρουργική αρθρόδεση, κλπ).