Η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα (ΡΑ) είναι μία χρόνια νόσος που επηρεάζει το μυοσκελετικό σύστημα των ασθενών. Προσβάλλει συνήθως συμμετρικά τις αρθρώσεις άνω και κάτω άκρων. Πρόκειται για μια εκτροπή του ανοσοποιητικού συστήματος, το οποίο αντιδρά λανθασμένα και “επιτίθεται” σε ίδια συστατικά του οργανισμού.
Τα πρώτα συμπτώματα συνήθως αφορούν δυσκαμψία, πόνο και οίδημα (πρήξιμο) στις αρθρώσεις των χεριών (δάκτυλα, καρποί) τις πρώτες ώρες μετά το πρωινό ξύπνημα. Τα συμπτώματα μπορεί να υποχωρούν μερικώς στη διάρκεια της ημέρας, αλλά την επόμενη ημέρα επανέρχονται και αυτό το μοτίβο μπορεί να συνεχίζεται για πολλές εβδομάδες και μήνες, χωρίς την κατάλληλη θεραπεία.
Ο πόνος μπορεί να υποχωρεί με την χρήση απλών αναλγητικών όπως πχ η παρακεταμόλη. Το οίδημα και η δυσκαμψία βελτιώνονται με αντιφλεγμονώδη φάρμακα, όπως η ινδομεθακινη, η νιμεσσουλίδη, δικλοφαινάκη,κλπ. Όμως πάντοτε με τη διακοπή των φαρμάκων αυτών υποτροπιάζουν.
Πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των συμπτωμάτων επιτυγχάνεται με τη χρήση κορτικοστεροειδών. Όμως και σε αυτή την περίπτωση, κάποιο χρονικό διάστημα μετά τη διακοπή της κορτιζόνης, η αρθρίτιδα θα επιστρέψει.
Σκοπός της θεραπείας είναι η απελευθέρωση του ασθενούς από τα συμπτώματα που τον ταλαιπωρούν καθημερινά, αλλά ταυτόχρονα η αποφυγή της υποτροπής της αρθρίτιδας, δηλαδή η ύφεση της νόσου. Με αυτόν τον τρόπο αποτρέπονται και οι μόνιμες βλάβες στις αρθρώσεις. Αυτό γίνεται με την χαλιναγώγηση του ανοσοποιητικού συστήματος και γι΄αυτό η θεραπεία καλείται “ανοσοκατασταλτική”.
Κύριο ρόλο στη θεραπεία της ΡΑ παίζουν τα τροποποιητικά της νόσου φάρμακα (Disease Modifying Antirheumatic Drugs – DMARD). Αυτά χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τα συμβατικά και τα βιολογικά.
- Στα πρώτα ανήκουν φάρμακα όπως η υδροξυχλωροκίνη, η μεθοτρεξάτη και η λεφλουνομίδη. Είναι τα φάρμακα πρώτης γραμμής και χορηγούνται συνήθως αμέσως μετά την διάγνωση της ΡΑ, προκειμένου να απογαλακτιστεί γρήγορα ο ασθενής από την κορτιζόνη. Τα συμβατικά DMARD δεν δρουν άμεσα, αλλά χρειάζονται ένα χρονικό διάστημα 4-6 εβδομάδων ώστε να φτάσουν σε επίπεδο θεραπευτικό.
- Τα βιολογικά φάρμακα είναι φάρμακα δευτερης γραμμής και χορηγούνται όταν τα συμβατικά δεν καταφέρνουν να πετυχουν το στόχο τους, δηλαδή να θέσουν το νόσημα σε ύφεση. Είναι φάρμακα πολύ αποτελεσματικά, πιο στοχευμένα και έχουν λιγότερες παρενέργειες, αλλά ενδεχομένως πιο σοβαρές. Επίσης, είναι σαφώς ακριβότερα. Δίνονται συνήθως σε συνδυασμό με τα συμβατικά, καθώς η δράση τους φαίνεται να είναι με αυτόν τον τρόπο πιο αποτελεσματική και μακροχρόνια. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι αντι-TNFa βιολογικοί παράγοντες, η ριτουξιμάμπη, η τοσιλιζουμάμπη, η αμπατασέπτη. Όλα αυτά τα φάρμακα δίνονται με υποδόρια ή ενδοφλέβια ένεση, σε μεσοδιαστήματα που ποικίλουν από μία εβδομάδα ως ένα ή δύο μήνες.
Ξεχωριστή κατηγορία είναι τα στοχευμένα συμβατικά φάρμακα που ανήκουν στην κατηγορία των αναστολέων της JAK κινάσης και χορηγούνται καθημερινά από του στόματος, όπως τα συμβατικά 1ης γραμμής.
Οι ασθενείς που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτική αγωγή, όπως είναι τα φάρμακα για τη ΡΑ, χρήζουν εμβολιασμών, που καλύτερα είναι να γίνονται προ της έναρξης της θεραπείας, αν αυτό είναι δυνατό.
To 1o βήμα για την σωστή αντιμετώπιση της ΡΑ είναι η σωστή διάγνωση. Η διάγνωση γίνεται με το ιστορικό και την κλινική εξέταση. Οι εργαστηριακές εξετάσεις είναι επιβεβαιωτικές και όχι διαγνωστικές, δηλαδή δεν απαιτούνται για την τελική διάγνωση. Παρόλαυτα, παίζουν σημαντικό ρόλο στην πρόγνωση και στην παρακολούθηση της θεραπείας, καθώς και στην ασφαλή παρακολούθηση της θεραπευτικής αντιμετώπισης της νόσου.
Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες ασθενών σε σχέση με την ύπαρξη αντισωμάτων ή όχι στον ορό των ασθενών. Αν οι ασθενείς έχουν θετικό το ρευματοειδή παράγοντα (RF ή Ra test) ή έχουν ανιχνεύσιμα αντισώματα έναντι κιτριλινουποιημένων πρωτεϊνών (anti-CCP), τότε στη «γλώσσα των ρευματολόγων» αναφέρονται ως πάσχοντες από οροθετική ΡΑ.
Από πλευράς συμπτωμάτων οι δύο μορφές της νόσου δεν διαφέρουν, μάλιστα οι οροαρνητικοί μπορούν να γίνουν οροθετικοί στην εξέλιξη της νόσου με τα χρόνια, ενώ αντίθετα, οροθετικοί ασθενείς υπό θεραπεία μπορεί να απολέσουν την «οροθετικότητα» τους.
Διαφορά υπάρχει όμως στην εμφάνιση συστηματικών συμπτωμάτων, που φαίνεται να είναι συχνότερα στους ασθενείς με θετικά αντισώματα στον ορό του αίματος.
Πράγματι, η ΡΑ στην πορεία της μπορεί να οδηγήσει σε συμπτώματα εκτός των αρθρώσεων, όπως οστεοπόρωση, φλεγμονή των πνευμόνων (πχ πλευρίτιδα), καρδιαγγειακή νόσο ή αιματολογικές διαταραχές (όπως αναιμία).
Γι αυτό το λόγο είναι σημαντική η έγκαιρη διάγνωση, συστηματική παρακολούθηση και θεραπεία των ασθενών με ΡΑ, προκειμένου η συνεργασία του ιατρού με τον ασθενή, να οδηγήσει αφενός σε ύφεση των συμπτωμάτων, αφετέρου σε αποφυγή μακροχρόνιων προβλημάτων στον μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.