Η Αγκυλοποιητική Σπονδυλίτιδα ανήκει σε μία οικογένεια παθήσεων που ονομάζονται Αξονικές Σπονδυλαρθρίτιδες. Σε αυτή ανήκουν, εκτός από την αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα (ΑΣ), η ψωριασική αρθρίτιδα και οι ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου (κολίτιδες) που επηρεάζουν τον αξονικό σκελετό.

Πρόκειται για μια οικογένεια παθήσεων με κοινό γενετικό υπόβαθρο και κοινά κλινικά χαρακτηριστικά την ενθεσοπάθεια (φλεγμονή της περιοχής όπου τένοντες και σύνδεσμοι συνδέονται με τα οστά), την “δακτυλίτιδα” (φλεγμονή των τενόντων των δακτύλων), την ιερολαγονίτιδα (φλεγμονή των ιερολαγόνιων αρθρώσεων της λεκάνης) και την σπονδυλίτιδα (φλεγμονή των σπονδυλων).

Κύρια συμπτώματα είναι η δυσκαμψία, ο πόνος και η δυσλειτουργία στην σπονδυλική στήλη, ιδιαίτερα η χαμηλή οσφυαλγία. Τα συμπτώματα αυτά ξεκινούν ήδη από τον ύπνο (συχνά αφυπνίζουν τον ασθενή τις πρώτες πρωινές ώρες). Επιδεινώνονται μετά από μακρά περίοδο ακινησίας και – σε αντίθεση με τον μηχανικό πόνο – βελτιώνονται με την άσκηση. Σε μεγάλο ποσοστό συνυπάρχει και αρθρίτιδα σε μεγάλες αρθρώσεις (γόνατο, καρποί) με μεγαλύτερη συχνότητα στα κάτω άκρα.

Πολύ συχνά, εκτός από την ψωρίαση και την κολίτιδα, συνυπάρχουν και άλλες εξωαρθρικές εκδηλώσεις από πχ τους οφθαλμούς (ραγοειδίτιδα/ιριδοκυκλίτιδα).

Η Αγκυλοποιητική Σπονδυλίτιδα προσβάλει συχνότερα τους νέους άνδρες, η Ψωριασική αρθρίτιδα αφορά γυναίκες και άνδρες μέσης ηλικίας σε ίσο ποσοστό φύλων, ενώ οι ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου (κυριότερος εκπρόσωπος της νόσου Crohn) έχουν υψηλότερη επίπτωση στις γυναίκες.

Η διάγνωση γίνεται με το ιστορικό και την κλινική εξέταση, αλλά επιβεβαιώνεται κυρίως με απεικονιστικές εξετάσεις, την απλή ακτινογραφία και την μαγνητική τομογραφία. Επικουρικά επίσης γίνεται χρήση των εργαστηριακών εξετάσεων, κυρίως των δεικτών φλεγμονής ΤΚΕ και CRP.

Είναι πάθηση αυτοφλεγμονώδης και σύμφωνα με την επικρατούσα θεωρία, εφαλτήριο της νόσου είναι οι διαταραχές στο μικροβίωμα του εντέρου (κολίτιδα), διαταραχές στο δέρμα (ψωρίαση) και το βιομηχανικό στρες στο σημείο σύνδεσης των τενόντων/συνδέσμων (ενθέσεις). Αυτές επιδρούν πάνω στα κύτταρα γενετικά προδιαθετιμένων ατόμων (συνήθως φέρουν στο γονιδίωμα τους το HLA-B27) και ενεργοποιούν ένα καταρράκτη κυτταροκινών (ουσιών που ρυθμίζουν την ανοσιακή απάντηση και φλεγμονή) που ονομάζονται ιντερλευκίνες(IL) και συγκεκριμένα τις IL-17/23. Στην ευόδωση της φλεγμονής επί των οστικών δομών παίζει σημαντικό ρόλο ο παράγοντας νέκρωσης των όγκων (TNF), που έχει κεντρικό ρόλο στη ρευματοειδή αρθρίτιδα.

Με βάση αυτή την θεωρία η στόχευση της θεραπείας αφορά φάρμακα που αναστέλλουν την δράση των ανωτέρω παραγόντων.

Παρόλαυτα ως πρώτης γραμμής φάρμακα και για την άμεση ανακούφιση των πασχόντων χρησιμοποιούνται τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (ΜΣΑΦ). Πολύ καλή ανταπόκριση στον σπονδυλικό πόνο και την δυσκαμψία έχουν τα ΜΣΑΦ όπως η νιμεσουλίδη, η δικλοφαινάκη, η ινδομεθακίνη και οι αναστολείς του ενζύμου COX-1/2. Γεγονός είναι όμως, ότι με τη διακοπή τους η νόσος υποτροπιάζει και επιπλεόν συχνά είναι δύσκολο για τους ασθενείς να ανέχονται μακρά και συνεχή λήψη αυτών των φαρμάκων λόγω των ανεπιθύμητων ενεργειών (γαστρεντερικές διαταραχές, νεφροτοξικότητα, ηπατοτοξικότητα) .

Δεύτερης γραμμής φάρμακα αποτελεί η στοχευμένη θεραπεία έναντι των παραγόντων που εκτρέπουν την ανοσιακή και φλεγμονώδη απάντηση, δηλαδή του TNF και των IL.
Επί του παρόντος 5 αναστολείς του TNFa (ανταλιμουμάμπη, ινφλιξιμάμπη, σερτολιζουμάμπη, γκολιμουμάμπη και ετανερσέπτη) και ένας αναστολέας της IL-17 (σεκουκινουμάμπη) έχουν λάβει έγκριση για χορήγηση στους ασθενείς με αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα. Ενώ για την ψωριασική αρθρίτιδα έχουν επίσης λάβει έγκριση και άλλοι αναστολείς της ΙL-17 (ιξεκιζουμάμπη) της IL-12/23 (ουστεκινουμάμπη), αλλά και άλλοι παράγοντες που δεν συμμετέχουν στην προηγούμενη θεωρία.

Τα φάρμακα αυτά είναι πολύ αποτελεσματικά, αλλά και με πολύ υψηλό κόστος, γι’αυτό και έχει μεγάλη σημασία η ορθή διάγνωση αλλά και αναγνώριση των ασθενών που χρήζουν θεραπείας. Ενώ δεν πρέπει να υποεκτιμάται και η σημασία της άσκησης (με πιο αποτελεσματική την κολύμβηση) και σε μερικές περιπτώσεις της φυσικοθεραπείας.

Στόχος της θεραπείας είναι η ύφεση του άλγους με ταυτόχρονη διατήρηση της φυσιολογικής κινητικότητας και λειτουργίας της σπονδυλικής στήλης και των περιφερικών αρθρώσεων, προκειμένου να αποφευχθούν μόνιμες βλάβες, κυρίως στον αξονικό σκελετό.

Με την καλή συνεργασία ασθενούς και ιατρού, ο πάσχον θα μπορεί να έχει όχι μόνο καλή σωματική λειτουργικότητα, αλλά και μια απρόσκοπτη, φυσιολογική κοινωνική, εργασιακή δραστηριότητα, χωρίς δυσάρεστο αντίκτυπο στην ψυχολογία και αυτοεκτίμηση του.